- ματοκυλισιά
- η , ματοκύλισμα τό кровопролитие, резня, побоище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ματοκυλισιά — η [ματοκυλίζω] το ματοκύλισμα, η αιματοχυσία («γίνουνται ματοκυλισιές πολλών λογιών θάνατοι», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek